- κτέαρ
- κτέαρ, γεν. κτέατος, τὸ (Α)κτήμα, ιδιοκτησία («τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῑσιν», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτέαρ < *κτηαρ, με βράχυνση φωνήεντος (-η- > -ε-) προ φωνήεντος (-α-), < *κτηFαρ < θ. κτη- τού κτώμαι (πρβλ. ἐ-κτή-θην) + -αρ, -ατος (πρβλ. φρέ-αρ)].
Dictionary of Greek. 2013.