κτέαρ

κτέαρ
κτέαρ, γεν. κτέατος, τὸ (Α)
κτήμα, ιδιοκτησία («τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῑσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτέαρ < *κτηαρ, με βράχυνση φωνήεντος (-η- > -ε-) προ φωνήεντος (-α-), < *κτηFαρ < θ. κτη- τού κτώμαι (πρβλ. -κτή-θην) + -αρ, -ατος (πρβλ. φρέ-αρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κτέαρ — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεάτεσι — κτέαρ neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεάτεσιν — κτέαρ neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεάτεσσι — κτέαρ neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεάτεσσιν — κτέαρ neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεάτων — κτέαρ neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτέασι — κτέαρ neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτέασιν — κτέαρ neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτέατα — κτέαρ neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτέατος — κτέαρ neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”